ὀρφώς

ὀρφώς
ὀρφώς or [full] ὀρφῶς (v. infr.),
A great sea-perch, Epinephelus gigas, still called ὀρφός in Greece, Ar.V.493, Pl.Com.56, 173.13, Cratin.147, Amips.8, Arist.HA543b1, 591a11, Numen. ap. Ath.7.315b, cf. 295b, Olymp. in Grg.p.360 J. ; orphus rubens, Plin.HN32.152. (Nom. sg.

-φώς Arist.HA543b1

(

-φός 591a11

): Hdn.Gr.1.224 has ὄρφος κοινῶς, ὀρφῶς δὲ Ἀττικῶς, cf. Hsch.; but Ath.7.315b states that nom. [dialect] Att. is ὀρφώς, citing Archipp.17; gen. sg. ὀρφώ Cratin.l.c., acc.

-φών Pl.

Com.173.13, dat. pl.

-φῷσι Id.56

, Amips. l.c., acc. pl. -φώς Ar.l.c.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀρφῶς — ὀρφόω the care pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορφός — ο (ΑΜ ὀρφώς και ὀρφῶς και ὄρφος και ὀρφός) το ψάρι ροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρά τις δυσερμήνευτες μορφολογικές διαφορές, η λ. ὀρφός / ὀρφώς συνδέεται με τις λ. ὄρφνη «σκοτάδι», ὀρφνός «σκούρος», λόγω τού σκούρου φαιού χρώματος τού ψαριού αυτού. Ο τ. ὀρφ… …   Dictionary of Greek

  • ορφακίνης — ὀρφακίνης, ὁ (Α) μικρός σε ηλικία ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός + κατάλ. ίνης, μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *ὄρφαξ (πρβλ. δελφακ ίνης: δέλφαξ)] …   Dictionary of Greek

  • ορφεύς — ὀρφεύς, έως, ὁ (Α) το ψάρι ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός με λογοπαίγνιο στο όν. τού Ορφέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”